- γδυμνός
- -ή, -ό- ο γυμνός*.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός με επίδραση τού γδύνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γδυμνός — ή, ό βλ. γυμνός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)